- κατακοπιάζω
- κατακοπίασα και κατακόπιασα, κατακοπιασμένος, κοπιάζω υπερβολικά, κατακουράζομαι: Κατακοπιάζει όλη μέρα για να της φέρει να φάει κι αυτή γυρίζει εδώ κι εκεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.