κατακοπιάζω

κατακοπιάζω
κατακοπίασα και κατακόπιασα, κατακοπιασμένος, κοπιάζω υπερβολικά, κατακουράζομαι: Κατακοπιάζει όλη μέρα για να της φέρει να φάει κι αυτή γυρίζει εδώ κι εκεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακοπιάζω — κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ («κατακόπιασε για να στήσει την επιχείρηση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”